Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Κώστα Βάρναλη "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη"


1. Όσο μιλούσαν οι κατήγοροι (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήματα, νεβρικός σαν αηδόνι, ο Ανυτος με τα μεγάλ' αφτιά και τα ρουθούνια γιομάτα τρίχες, ο Αύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), οι δικαστάδες καθισμένοι κατάχαμα, σταβροπόδι κι ανακούρκουδα, μασουλούσανε πασατέμπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του μπροστινού. Οι πιο πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας μαξιλάρι τα παπούτσια τους ρουχαλίζανε ρυθμικά. Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλά τον ανοιξιάτικο ουρανό και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλούσε. Μ' όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ' όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναμένα κορμιά και χαλασμένα στομάχια, τα κατάφερνε ν' ακούει τα χαρούμενα πουλιά, που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να οσμίζεται τη μυρωδιά της ρετσίνας, του σκίνου και του θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα γης.

2. Άμα τέλειωσαν οι κατήγοροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τα δέντρα και τους ανθρώπους μέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο μπόγια. Κρατώντας όλοι την ανάσα τους καρφώσανε τα μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ιδούνε με τι τσαλίμια θα προσπαθούσε να τουμπάρει το Νόμο.

3. Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ο μυλωνάς. Ο Σωκράτης, μ' όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε μονοκόματη κι από παντού, μήτε ξύπνησε, μήτε κουνήθηκε. Κάποιος μαθητής τόνε τράβηξε από το μανίκι: «Δάσκαλε! η σειρά σου». Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ' είδε σαστισμένος όλο κείνο τ' ανθρωπομάνι. Δυσκολέφτηκε να θυμηθεί, πώς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. Χαμογέλασε πειραχτικά μέσα ατά πηχτά του τα γένια, μισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ' άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ' είχανε ψυχή και τόνε μισούσανε κι αφτά, μουρμούρισε: «Κ' εγώ περίμενα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, ν' απολογηθείτε!» Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα.

4. Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ' άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεμάτισε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ελπίδα, πως θα γουστάρανε στο τέλος μ' αφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωμένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιο πολύ πειραχτήκανε, που καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: Πρώτα ν' απολογιέσαι κ' ύστερα να σε κόβουνε. Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι αφτό δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι αφτοί πεισματωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμή τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολέμαρχοι της Αρετής.

5. Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφασή τους, έκανε: χμ! Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύμφωνα με το Νόμο), ποιαν τιμωρία διαλέγει, θάνατο για εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα.

6. Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά μέσα στ' αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισμένα και τους είπε: «Δε λέω, κ' οι δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Ομως εγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη.» «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζημίωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Ετσι και σεις θ' ασφαλιστείτε από μένα κ' εγώ θα ξεκουραστώ από σας. Και ν' αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες εβλαβικά στο άγιο φίδι του Ερεχθείου, το γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».

7. Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραμικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ' όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τα αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμένανε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: «Κι αφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ολωνώνε σας».

8. Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οι δικαστάδες λυσσάξανε. Αλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε μαζί, που δεν ξεχώριζες λέξη. Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίμιο κόπο τους! Γι' αφτό λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι άνθρωποι και χασομέρησαν όλη μέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε να παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε μήτε αφτοί το δικαίωμα να χαρίσουνε το μιστό τους, μήτε κ' η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδίκασαν αφτοί, με τη δεύτερη ψηφοφορία τους (πάλε σύμφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι.

9. Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ολάκερος από κέφι και δύναμη. Απλός και σβέλτος, καθώς τόνε ξέραν οι περισσότεροι στα μεθύσια του, στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα και μισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, που μέλλει να διαβάσετε παρακάτου.

{...}




Ο Βάρναλης στα 1931 εκδίδει το πεζογράφημά του "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη", το οποίο αποτελεί ένα κορυφαίο σημείο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. Την ίδια εποχή, σταθεροποιούνται οι μαρξιστικές του προσλήψεις και ο συναφής ιδεολογικός και πολιτικός του προσανατολισμός. Είδαμε και σε παλιότερο άρθρο μας ότι ο Βάρναλης βρήκε έναν καλλιτεχνικό τρόπο, για να δείξει πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος, που θέλει να φτιάξει ο κομμουνιστής, από τον αστικό κόσμο της κοινωνικής εκμετάλλευσης. Αξιοποιώντας τη μαρξιστική αρχή περί ανατροπής - και όχι της απλής διόρθωσης του κόσμου - του άρεσε να "συνομιλεί" με παλαιότερα κείμενα. Ο σκοπός του ήταν να δείξει την ανάποδη, να δούνε οι αναγνώστες του την άλλη όψη. Κάτω από την αστραφτερή του σκέψη και τη χυμώδη σατιρική του ευλυγισία, τα πράγματα που αποτελούν το ευαγγέλιο του ταξικού κόσμου γέρνουν και συντρίβονται, γιατί μας έδειξε πόσο κάλπικα ήταν.

Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη είναι ένα άριστο δείγμα αυτής της τεχνικής. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί υλικό από έργα του Πλάτωνα, που μας πληροφορούν για τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη (Φαίδων, Κρίτων, Απολογία). Σε εκείνα τα έργα του, ο Πλάτωνας υψώνει σε παράδειγμα τον Σωκράτη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το θάνατο: Έδειξε σεβασμό προς τη δικαιοσύνη και συνέπεια προς τη συνείδησή του. Ο Βάρναλης ανατρέπει αυτή την εικόνα και μας δείχνει τον Σωκράτη να συνειδητοποιεί ότι η τιμωρία του (η θανάτωσή του με κώνειο) είναι συνεπής εφαρμογή των νόμων του δικού του φιλοσοφικού συστήματος. Και έτσι, γίνεται ο ίδιος το θύμα του άδικου "Δικαίου" της κοινωνίας, που ο ίδιος είχε σ' όλη του τη ζωή υπηρετήσει.

Εκτός από τον Πλάτωνα, στην αληθινή απολογία, ο Βάρναλης "διαλέγεται" και με δύο ιδιοφυΐες του κωμικού: Τον Αριστοφάνη ("Νεφέλες") και τον Ραμπελαί ("Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ"). Μαζί τους μιλάει την ίδια γλώσσα: Της σάτιρας, της ελευθεροστομίας, του σαρκασμού, του κεφιού και του πληθωρικού γέλιου. Όπως μας λέει ο ίδιος ο Βάρναλης στα Απομνημονεύματά του, η πρώτη κοινή ανάγνωση όλων των παραπάνω, του Πλάτωνα, του Αριστοφάνη και του Γάλλου του 16ου αιώνα (του Ραμπελαί) και η ιδέα να τους βάλει να "συνεργάζονται" σε ένα δικό του έργο συμβαίνει στα 1924 και 1925, όταν βρίσκεται στο Παρίσι. Η αφορμή αυτής της σκέψης του, μας αποκαλύπτει ο ίδιος, ήταν οι δυο συνταρακτικές εμπειρίες: Του Παγκοσμίου Πολέμου και της προλεταριακής επανάστασης. Ας ακούσουμε τη χαρακτηριστική βαρναλική γλώσσα να μας τα αφηγείται:

"Τα ηχηρά γέλια και τα τσουχτερά φαρμάκια του Αριστοφάνη για την παλιά δημοκρατία, η ανοιχτόκαρδη σάτιρα του Ραμπελαί για τη γουρουνιά των καλογέρων, η ψηλή νότα της σωκρατικής σκέψης μπροστά στο άμαθο δικαστήριό του, οι κανονιές του παγκόσμιου πολέμου (...), ο κυνισμός των ιδεολόγων του πατριωτισμού (...), τα τύμπανα της προλεταριακής επανάστασης, που όλο και ζυγώνανε κοντύτερα (...)".

Όταν τα γράφει αυτά (1935), έχει μεσολαβήσει μία ακόμα μεγάλη εμπειρία. Είναι ο αντιφασιστικός αγώνας των κομμουνιστών της Ευρώπης εναντίον των καθεστώτων χιτλερικού τύπου, που επέβαλε ο καπιταλισμός σε μια σειρά από χώρες. Μια μεγάλη στιγμή εκείνου του αντιφασιστικού αγώνα ήταν η δίκη της Λειψίας (1933), που αθώωσε τους αντιφασίστες και αποκάλυψε την προβοκάτσια του Ράιχσταγκ. Οι διώξεις των αγωνιστών δίνουν μια ακόμα αφορμή στον Βάρναλη να βρει αναλογίες με τη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Η εμφάνιση και η ομιλία στη δίκη των Γερμανών και Βουλγάρων κομμουνιστών έδωσαν στον Βάρναλη την εικόνα του επαναστάτη και, τότε, θα ξαναθυμηθεί τον Σωκράτη του Πλάτωνα και την "πειθαρχημένη" στάση του. Οι επαναστάτες γίνανε "κατήγοροι", ενώ ο αρχαίος φιλόσοφος ποτέ δεν κατάλαβε τη σκοπιμότητα των διωκτών του, που, μάλιστα, τους θεωρούσε θύματα πλάνης. Μας λέει ο Βάρναλης:

"Ο πλατωνικός Σωκράτης ξέρει βέβαια πολύ καλά πως αυτός δεν είναι "εμπρηστής". Κι έχει τη συνείδησή του αναπαυμένη. Άρα... δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει τίποτα από τη βαθύτερη σημασία της δίκης του: Δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται πως "εμπρηστής" είναι το κράτος που τον δικάζει. Ένας όμως ματεριαλιστής Σωκράτης, ένας Σωκράτης συνειδητός επαναστάτης, θα ήξερε κατά βάθος και κατά πλάτος τον ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης στα κοινωνικά καθεστώτα του παρασιτισμού (...) και δε θα γελιόντανε ούτε για τα ελατήρια της δίκης ούτε για το σκοπό της θανάτωσής του".

Έτσι, ο Βάρναλης συλλαμβάνει και δημιουργεί το δικό του Σωκράτη, "ματεριαλιστή" και "επαναστάτη". Με βάση τα βιβλία που αναφέραμε (των αρχαίων συγγραφέων και της γαλλικής σατιρικής παράδοσης) αλλά, κυρίως, με το νόημα που έδιναν στα βιβλία οι πολιτικές εμπειρίες (του πολέμου, της σοσιαλιστικής επανάστασης και του αντιφασιστικού αγώνα των κομμουνιστών), ο Βάρναλης φτιάχνει έναν μονόλογο, τον μονόλογο του Σωκράτη μπροστά στο δικαστήριο. Είναι η Απολογία του. Μόνο που τώρα είναι μια "Απολογία - Καταγγελία", ίδια με εκείνη που απευθύνει ο κάθε αγωνιστής απέναντι στο καθεστώς της ταξικής υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία της δήθεν Δημοκρατίας των δικαστών του:

"Τι; Ήμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! Επικίντυνος εγώ και σεις δημοκρατία!.. Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε (...). Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... Δικάζει και θανατώνει. Γιατί κατέχει την εξουσία! Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσετε, αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! Επικίντυνος ήταν ο Πεισίστρατος (...) θα γινότανε κι ο Αριστείδης, αν ήτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. Οι τέτοιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε (...). Και σεις μιλιά! Κι αν εγώ, αντίς ν' αεροκοπανάω στο παζάρι, σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οχτρούς στο Τατόι, για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα και τ' αμπέλια σας, να καίνε τα χωράφια σας και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική, κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, για να βουτήξω την περιουσία τους, κι αν ανοίγοντας τις πόρτες της πολιτείας έμπαζα μέσα τους Παλιομωραϊτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; Ολ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόταντανε λιβανιστάδες μου. Κι οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα και να πλουτίσουνε περισσότερο. Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της".

Γεωργία ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
Επ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων