Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΔΣΕ: Ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης σε καιρούς όξυνσης της ταξικής πάλης

Με αφορμή τα 65 χρόνια από την τελευταία μάχη

Γράμμος, το πέρασμα της Μπάτρας, απ' όπου οι δυνάμεις του ΔΣΕ πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες στις 29 Αυγούστου 1949
Το βράδυ της 29 προς 30 Αυγούστου του 1949 οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας περνούσαν συγκροτημένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Έδωσαν έτσι ένα τέλος στην τρίχρονη εποποιία στα βουνά, για να συνεχίσουν με άλλες μορφές την επαναστατική πάλη.

Η αστική τάξη δεν κατόρθωσε να εγκλωβίσει το ΔΣΕ και να τον αφανίσει, όπως πρόβλεπε το σχέδιο «Πυρσός», που είχαν εκπονήσει τα αμερικανικά επιτελεία και προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι αξιωματικοί του αστικού στρατού.

Η πάλη του ΔΣΕ αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες είτε έρχονταν πικρές οι ήττες.

Εξήντα πέντε χρόνια μετά έρχονται και ξανάρχονται στο προσκήνιο -ενισχυμένες, μάλιστα, ώστε να υπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες της αστικής τάξης- διάφορες θεωρίες που ξορκίζουν την επαναστατική πάλη των μαζών μέσα από την σφοδρότατη επίθεση στον αγώνα του ΔΣΕ.

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και των τεράστιων δυσκολιών διαχείρισής της από το αστικό πολιτικό σύστημα, στελέχη των αστικών κομμάτων, διάφοροι δήθεν ιστορικοί, δημοσιολόγοι, άλλα αστικά επιτελεία οξύνουν την προπαγάνδα κατασυκοφάντησης της επαναστατικής πάλης της περιόδου 1946-1949.

Η αστική τάξη στη χώρα μας ξορκίζει αυτή την περίοδο γιατί γνωρίζει πως, ενώ ο ΔΣΕ ηττήθηκε στρατιωτικά, στο πέρασμα του χρόνου παραμένει ηθικά και πολιτικά νικητής.

Την ξορκίζουν, επίσης και για έναν ειδικό λόγο. Γιατί ο αγώνας του ΔΣΕ, ανεξάρτητα από την έκβασή του λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων, αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος, η εξουσία των αστών, γνώρισε τον πιο μεγάλο, μέχρι σήμερα, κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.

Η λύση της αντίθεσης

Γράμμος, στην κορφή της Σκίρτσης, στο βάθος η κορφή 2520
Στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, η σύγκρουση με την αστική τάξη, με τους θεσμούς της εξουσίας της, εξαιτίας της αντιλαϊκής πολιτικής, είναι καθημερινή και οξύτατη. Το παρατηρούμε ειδικά σήμερα, που η οικονομική κρίση μαίνεται. Το κεφάλαιο επιχειρεί να φορτώσει, με την απειλή της πείνας και του τρόμου, όλες τις συνέπειες της κρίσης στην εργατική τάξη. Από την πλευρά της αστικής τάξης είναι ένας ανελέητος πόλεμος. Είναι, ταυτόχρονα, συγκαλυμμένος με το μανδύα της συναίνεσης, δηλαδή της υποταγής της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς των επιτελείων του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δε γνωρίζει έλεος απέναντι στην εργατική τάξη μπροστά στο κέρδος. Είτε σε φάση ανάπτυξης είτε σε φάση διακοπής της διευρυμένης καπιταλιστικής παραγωγής.

Η εργατική τάξη δεν μπορεί, εφόσον δε θέλει να φτάσει σε ζωώδη κατάσταση, παρά να αντισταθεί. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί, πολύ περισσότερο όταν η εποχή μας μπορεί να δώσει άμεσες και ουσιαστικές λύσεις και απαντήσεις στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.

Πώς θα λυθεί αυτή η αντίθεση; Πώς θα εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο, όπως το λέει ο λαός μας, οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι; Πώς θα εξαλειφθούν οριστικά οι κρίσεις; Δεν υπάρχει άλλη λύση από την κατάργηση της κύριας αιτίας. Της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την κοινωνική επανάσταση, τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Μαχητές του ΔΣΕ στα υψώματα του Σούφλικα
Η λαϊκή εξέγερση με στόχο την εξουσία είναι αναπόφευκτη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Είναι εξέλιξη αναγκαία και δυνατή. Ωριμάζει μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, που δεν καταργείται, δεν αναστέλλεται. Η έκβαση, η νίκη της εξαρτάται και από ένα σύνολο παραγόντων, με καθοριστικό παράγοντα την ετοιμότητα και ωριμότητα του εργατικού κινήματος και της πρωτοπορίας του. Ούτε η εργατική τάξη μπορεί να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, ούτε η κυρίαρχη τάξη από τα προνόμιά της. Είναι θέμα συσχετισμών. Είναι θέμα ωρίμανσης των συνθηκών για ριζικές αλλαγές, με κυρίαρχο στοιχείο τη συνειδητή θέληση και απόφαση της πλειοψηφίας του λαού. Η εργατική τάξη έχει συμφέρον να εξελιχθεί αυτή η πάλη ομαλά και αναίμακτα. Η αστική τάξη δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη.

Η Ιστορία διδάσκει ότι η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την εξουσία της ούτε στο μνήμα της. Να η βασική αιτία της οξύτατης ταξικής σύγκρουσης. Είναι η βίαιη, με όλα τα μέσα, υπεράσπιση της εξουσίας της που τη θεωρεί αιώνια και απαραβίαστη και όταν ακόμα έχει πολιτικά ηττηθεί. Όπως έγινε στην Ελλάδα, όπως έγινε χαρακτηριστικά στη Χιλή και αλλού. Ο εξορκισμός, λοιπόν, των εμφυλίων, της ταξικής πάλης, είναι το σκιάχτρο της άρχουσας τάξης για την υποταγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε αιώνια σκλαβιά. Και θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια και αισχρή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης η αποδοχή αυτής της θεωρίας.

Ιστορία γραμμένη με αίμα που δεν ξεγράφει

Στον Πυξό της Πρέσπας
Οι αιτίες δημιουργίας του ΔΣΕ δε βρίσκονται στο 1946 αλλά πολύ πριν, στα χρόνια της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης. Στην πραγματικότητα, ακόμα και πιο πριν. Ο,τι έγινε στο επίπεδο της Ευρώπης, ανάλογα έγινε και στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε τη μελετημένη στρατηγική του βρετανικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού και την τάχα προσεκτική τακτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που ένα πράγμα επιδίωκαν: Να ρίξουν τη φασιστική Γερμανία σε πόλεμο με το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, προκειμένου να τη γονατίσουν, να τη νικήσουν και μετά, μεταξύ τους, να μοιράσουν τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής με το δικό τους εσωτερικό πόλεμο. Μόνο που η Σοβιετική Ένωση, με επικεφαλής το ΚΚΣΕ και τον ηρωικό σοβιετικό λαό, τους χάλασε τα σχέδια.

Και στην Ελλάδα ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, από την πρώτη στιγμή που φούντωσε το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης, με αιμοδότη και καθοδηγητή το ΚΚΕ, έκανε ό,τι μπορούσε για να κλέψει τη νίκη στο νήμα. Ώστε να παραδοθεί η εξουσία στις ελληνικές αστικές δυνάμεις, που -στη διάρκεια του πολέμου- άλλες συμμαχούσαν με τη φασιστική Γερμανία, ενώ άλλες περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο πόλεμος, εκ του ασφαλούς, στο Κάιρο και στο Λονδίνο, προκειμένου να καθίσουν στο σβέρκο του ελληνικού λαού. Ήταν ο βρετανικός στρατός στην Ελλάδα αυτός που, ενώ όφειλε να αφοπλίσει το γερμανικό στρατό που αποχωρούσε από την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, τον άφησε ανενόχλητο να οπισθοχωρεί και να σκοτώνει αγωνιστές.

Η αστική τάξη πέτυχε τους σκοπούς της, μόνο που δεν ήταν γραμμένο από καμιά μοίρα να τους πετύχει. Πέρα από τον όποιο συσχετισμό δύναμης, διεθνώς και στην περιοχή, έπαιξαν ρόλο, δυστυχώς, και λάθη του Κόμματος, η έλλειψη πρόγνωσης για το ζήτημα της εξουσίας, οι αυταπάτες ότι με τη λήξη του πολέμου μπορεί να συνεχίσει η συμμαχία που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.

Για μια ακόμη φορά, όμως, η επιστημονική μας θεωρία επιβεβαιώθηκε: Η ταξική πάλη δε σβήνει, δεν καταργείται, εκφράζεται με τη μια ή την άλλη μορφή και στις συμμαχίες που γίνονται για την απόκρουση του ιμπεριαλιστή επιδρομέα.

Επιβεβαιώθηκε ότι το κομμουνιστικό κίνημα, όταν δεν μπορεί να αποτρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τότε υποχρεωτικά πρέπει να συνδέει διαλεκτικά την πάλη για την απελευθέρωση με την πάλη για την εξουσία.

Τα λάθη, όμως, του Κόμματος, σε μια περίοδο που χωρίς την απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα τέθηκε επικεφαλής ενός από τα πιο ρωμαλέα και πιο μαζικά αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης, δεν αθωώνουν σε καμιά περίπτωση τη συνειδητή στρατηγική επιλογή του ιμπεριαλισμού: 'Η να γονατίσει το ΕΑΜικό κίνημα με πολιτικά μέσα ή να το αιματοκυλήσει.

Παρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η αστική τάξη γνώριζε ότι το ΕΑΜικό κίνημα είχε αφήσει παρακαταθήκες και πάλευε να μη χαθούν τα οράματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Οι αστικές δυνάμεις, έχοντας αποδιοργανωθεί με τη φυγή τους στα δύσκολα χρόνια, προσπαθούσαν να σταθεροποιηθούν, πολύ περισσότερο που χρειάζονταν στην Ελλάδα ένα σταθερό πολιτικό σύστημα, μια αστική κυβέρνηση πρόθυμη να συνεργήσει στα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Η τρομοκρατία και η βία κατά των κομμουνιστών, κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, οι δολοφονίες είναι οι παράγοντες εκείνοι που γέννησαν την ανάγκη του ΔΣΕ, όχι μόνο ως άμυνα αλλά και ως ηρωική προσπάθεια για τη δικαίωση των οραμάτων της Εθνικής Αντίστασης.

Όταν μπροστά στους κομμουνιστές, στους αντικαπιταλιστές - αντιιμπεριαλιστές μπαίνει, από τα ίδια τα πράγματα, το ερώτημα «υποταγή ή αντεπίθεση», η απάντηση είναι μία: Αντεπίθεση!

Όταν τα πράγματα υποχρεώνουν να περάσεις σε ανώτερη μορφή πάλης, πρέπει να το κάνεις, φροντίζοντας να παίρνεις όλα τα μέτρα σου. Ποτέ μια μάχη εκ των προτέρων δεν περιλαμβάνει τη βεβαιότητα της νίκης.

Η αστική τάξη και τότε και σήμερα έχει κάθε λόγο να φοβάται πως όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Και κοντά στα άμεσα μέτρα καταστολής παίρνει κυρίως ιδεολογικά μέτρα. Διάφοροι που έχουν φορέσει το μανδύα του «ιστορικού» έχουν αναλάβει εργολαβικά εδώ και χρόνια να ξαναγράψουν την Ιστορία του Εμφυλίου, όχι απλά ως αφήγηση αλλά ως απόδειξη του μέγιστου κακού που συνιστά η ένοπλη αναμέτρηση της εργατικής με την αστική τάξη.Στις μέρες μας, αυτή η προσπάθεια συνοδεύεται από την έξαρση του αντικομμουνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Διδάσκει αντεπίθεση

Η αστική τάξη θα ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της δράσης του ΔΣΕ, να σβήσει τη μνήμη γι' αυτήν την εποποιία. Δεν το μπορεί, όσο κι αν προσπαθεί. Όχι μόνο γιατί είναι τυπωμένες πια οι αναμνήσεις των αγωνιστών του ΔΣΕ αλλά και γιατί παραμένουν τα σημάδια από τη δράση τους σε κάθε τσουγκάρι στα βουνά της πατρίδας μας.

Και αρκεί μια επίσκεψη στους χώρους που αναπτύχθηκε αυτή η δράση για να γίνεις ένα με αυτούς, να συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματική τιτανομαχία, με έναν ανεπανάληπτο μαζικό ηρωισμό.

Η μελέτη της Ιστορίας του ΔΣΕ, και μέσα από τα βιβλία και εκεί στους τόπους που ξετυλίχθηκε, βοηθάει να γνωρίσει κάποιος και να συνειδητοποιήσει τους σκοπούς αυτού του αγώνα αλλά και την ακλόνητη αφοσίωση των μαχητών του στην πραγματοποίησή τους. Να γνωρίσει τι σημαίνει ηρωισμός, αυταπάρνηση και μάχη με το θάνατο. Να ανακαλύψει τη δύναμη του λαού και τα ταλέντα που μπορεί να αναδείξει και ειδικά τη φοβερή δύναμη, αντοχή και ικανότητα των γυναικών, όταν τους δίνεται η δυνατότητα, τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου όταν μάχεται για ανώτερα ιδανικά.

Το ΚΚΕ, με σειρά εκδηλώσεων, τίμησε και τιμά τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, άντρες και γυναίκες, τους απλούς μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ, όλους αυτούς που πολέμησαν ηρωικά στο Γράμμο και στο Βίτσι, στα Άγραφα και στο Πήλιο, στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο, στα νησιά. Αυτούς που έχασαν τη ζωή τους, έμειναν ανάπηροι. Τις οικογένειές τους που τους συμπαραστάθηκαν. Όλους αυτούς που συνέχισαν την παράνομη δράση τους για την ενίσχυση του ΔΣΕ. Αυτούς που πήγαν στη Μακρόνησο και τα άλλα ξερονήσια. Τους πολιτικούς πρόσφυγες, που με τον δικό τους τρόπο στήριζαν το Κόμμα, έδωσαν τη δική τους συμβολή στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες που τους φιλοξένησαν. Όλους εκείνους, γυναίκες και άντρες, που κρατούν ως σήμερα ψηλά την τιμή, τη σημαία του Κόμματος.

Η νέα βάρδια της εργατικής τάξης, ειδικά τα πρωτοπόρα τμήματά της που οργανώνονται στην ΚΝΕ, έχουν πολλά να κερδίσουν μελετώντας την Ιστορία και τα συμπεράσματα της δράσης του ΔΣΕ. Ο ΔΣΕ δεν ανήκει στο μουσείο της Ιστορίας, εμπνέει και διαπαιδαγωγεί σήμερα. Παρέχει σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα, που έχουν γενικότερη αξία πέρα και από τις συγκεκριμένες συνθήκες που αυτός ιδρύθηκε, έδρασε.

Ο αγώνας του ΔΣΕ, ανεξάρτητα από την έκβασή του λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων, αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Διακήρυξη της ΚΕ της 3ης Ιουνίου του 2006, γνώρισε τον πιο μεγάλο, μέχρι σήμερα, κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.

Οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοί μας αλλά και οι κάθε λογής παλαιότεροι και, κυρίως, σύγχρονοι οπορτουνιστές προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία του αγώνα αυτού, κρίνοντάς τον από το αποτέλεσμα και τις θυσίες που καταβλήθηκαν. Δε διστάζουν μάλιστα ανενδοίαστα να θεωρούν ότι ο αγώνας του ΔΣΕ οδήγησε στο χάος και στην οικονομική καταστροφή, αντιστρέφοντας, όπως πάντα, τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.

Κι όμως, ο αγώνας αυτός, παρά την αρνητική του έκβαση, είχε τη δική του γενικότερη συνεισφορά. Όπως αναφέρει η Διακήρυξη της ΚΕ, είχε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο». Ο ΔΣΕ απέπνευσε μόνο δίκαιο και ακατάβλητη ηθική, όπως και κάθε σύγχρονος ταξικός αγώνας, ανεξάρτητα της μορφής πάλης, είτε φέρνει νίκες είτε ήττες.

Η αστική προπαγάνδα οργιάζει μέχρι σήμερα κατά του ΔΣΕ. Ενοχλεί ο ταξικός αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός χαρακτήρας του αγώνα, σε μια στιγμή που το αστικό πολιτικό σύστημα δεν είχε αποκτήσει την απαιτούμενη σταθερότητα. Εκείνο, που ως σήμερα, επίσης, ενοχλεί είναι ότι ο αγώνας του ΔΣΕ επιβεβαιώνει ότι η βία των όπλων και κάθε μέσου καταστολής είναι βασικό και αναντικατάστατο όπλο της αστικής τάξης, όταν νιώθει ότι απειλείται η εξουσία και η ιδιοκτησία της στο άμεσο μέλλον ή και πιο μακροπρόθεσμα.

Το λαϊκό κίνημα πρέπει να έχει πλήρη ετοιμότητα, ανάλογα με τις συνθήκες, να χρησιμοποιεί όλες τις μορφές πάλης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βία της αστικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν αρκεί να διεκδικεί και να κερδίζει το δίκιο της αλλά, πάνω απ' όλα, να ξέρει να υπερασπίζεται τις κατακτήσεις της, την εξουσία της.

Σήμερα έχουμε ακόμα περισσότερες δυνατότητες να σκύψουμε πάνω στην πολύτιμη πείρα του Κόμματός μας. Αποτελεί μια από τις βασικές μας διαφορές με τους κάθε λογής συμβιβαστές και οπορτουνιστές. Ακόμα και όταν ένας αγώνας οδηγεί σε μια πικρή ήττα, εμείς προσπαθούμε τα συμπεράσματά του να τα μετατρέψουμε σε όπλο αντεπίθεσης.


(Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από το αρχείο του οπερατέρ του ΔΣΕ Αποστόλη Μουσούρη που έχει ενταχθεί στο αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ)

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ: Πλήγμα στο περιβάλλον και τους μικρούς ψαράδες

Τις συνέπειες, που θα έχει για τα λαϊκά στρώματα η ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων σε θαλάσσιες περιοχές της χώρας, ανέδειξαν οι βουλευτές του ΚΚΕ

Μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις κοντά στη στεριά καταλαμβάνουν οι ιχθυοκαλλιέργειες
Ολόκληρες θαλάσσιες περιοχές, παραλίες, λίμνες και παραλίμνιες περιοχές παραδίδει στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υδατοκαλλιεργειών, το νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που ψηφίστηκε χτες από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης στο Β' Θερινό Τμήμα της Βουλής.

Το νομοσχέδιο, όπως αναφέρεται από τις πρώτες γραμμές της εισηγητικής έκθεσης, φέρει τη σφραγίδα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής της Ε.Ε. και των σχετικών οδηγιών, με τις οποίες προωθείται η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση στον τομέα αυτό, για τη δημιουργία μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, καταστρέφοντας ολόκληρες περιοχές ιδιαίτερου κάλλους και συντρίβοντας μικρομεσαίους τόσο αυτού του κλάδου, όσο και «ανταγωνιστικών» τομέων, όπως είναι οι μικρές τουριστικές μονάδες και τα παραλιακά μικρομάγαζα.

Για να γίνει αντιληπτό πόσο κερδοφόρος τομέας είναι η υδατοκαλλιέργεια αρκεί να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία της εισηγητικής έκθεσης: «Η Ελλάδα κατέχει ηγετική παρουσία στη μεσογειακή παραγωγή αλιευμάτων», η οποία, αξιοποιώντας πλεονεκτήματα, όπως η μεγαλύτερη σε μήκος ακτογραμμή της Αν. Μεσογείου, αντιπροσωπεύει «σε όγκο παραγωγής το 63% των 27 χωρών της Ε.Ε. ή το 44% της συνολικής ετήσιας παραγωγής των μεσογειακών χωρών».

Επίσης, «το 1985 η συνολική ελληνική παραγωγή κυμαινόταν περί τους 100 τόνους έτοιμου προϊόντος, από τη λειτουργία 12 μονάδων, ενώ τρεις 10ετίες αργότερα, η παραγωγή είχε ξεπεράσει κατά πολύ τους 100.000 τόνους και οι μονάδες εκτροφής αλιευμάτων περισσότερες από 300».

Τι προβλέπει ο νόμος

Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε, επιδιώκοντας να ενισχύσει το καπιταλιστικό κέρδος, έρχεται να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για «φαστ τρακ» επενδύσεις στον τομέα αυτό. Προβλέπει παραχώρηση της χρήσης θαλάσσιων υδάτινων και λιμναίων εκτάσεων, για 20 και 15 χρόνια αντίστοιχα για την ίδρυση και μετεγκατάσταση πλωτών μονάδων υδατοκαλλιέργειας, με μίσθωση που θα καθοριστεί κατά περίπτωση με υπουργικές αποφάσεις. Η παραχώρηση προβλέπεται να γίνει με μοριοδότηση και με κριτήριο το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης.

Σε περιπτώσεις «πρωτότυπης καλλιέργειας υδρόβιων οργανισμών» με «βάση τα δεδομένα της τεχνολογίας, της μεθόδου και του είδους της καλλιέργειας», η παραχώρηση θα γίνεται χωρίς αντάλλαγμα. Στο πού θα γίνουν οι «επενδύσεις» δεν υπάρχει κανένας σαφής περιορισμός, δηλαδή σε όποια έκταση βάλουν στο «μάτι» οι επιχειρηματίες.

Μάλιστα, για να αποφύγουν τυχόν εμπόδια από κατά τόπους λαϊκές αντιδράσεις για την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή, μετατρέπουν την Τοπική Διοίκηση (δήμους, Περιφέρειες) που δέχονται και τη μεγαλύτερη πίεση σε αυτές τις περιπτώσεις, σε «γνωμοδοτικά όργανα». Οι αποφάσεις για εγκαταστάσεις θα βγαίνουν από το υπουργείο. Μάλιστα, στο άρθρο 27 η κυβέρνηση φτάνει στο σημείο να δώσει «ασυλία» φωτογραφικά σε μεγάλες μονάδες υδατοκαλλιέργειας που λειτουργούν χωρίς άδεια, καθώς τους δίνεται το περιθώριο να «ρυθμίσουν τις εκκρεμότητές τους».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της εισηγήτριας Αγ. Καλογερή, συμφωνώντας με το γενικότερο πλαίσιο που διαμορφώνεται στον τομέα αυτό με βάση τις οδηγίες της Ε.Ε, αυτό που βρήκε να σχολιάσει ήταν το εξής: «Θεωρούμε θετικό το βήμα, την προσπάθεια που γίνεται να μαζευτούν όλα σε ένα νόμο - πλαίσιο, αλλά δυστυχώς ακόμα και σε αυτό δεν βλέπουμε να επιτυγχάνεται με αυτό το σχέδιο νόμου εν πολλοίς ο διακηρυγμένος στόχος του»!

Η τοποθέτηση του ΚΚΕ

Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Ν. Μωραΐτης επισήμανε ότι τα όσα προβλέπει το νομοσχέδιο «είναι ενταγμένα στην κατεύθυνση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενισχύεται και με τη νέα Κοινή Αλιευτική Πολιτική που ψηφίστηκε πριν από λίγο καιρό από το Ευρωκοινοβούλιο και προβλέπει την ενίσχυση του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής αλιευμάτων. Ταυτόχρονα, έχουμε τη διάλυση ουσιαστικά της παράκτιας και μέσης αλιείας.

Προβλέπει νέα περιοριστικά μέτρα για την άσκηση της αλιείας στη χώρα μας, καθώς θα πολλαπλασιαστούν τα αλιευτικά καταφύγια, δηλαδή θα έχουμε ολόκληρες περιοχές όπου θα απαγορεύεται το ψάρεμα, ενώ στα υπόλοιπα ύδατα θα αυξηθούν οι μήνες απαγόρευσης κάθε έτους».

Επισήμανε ακόμα ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στηρίζουν την κερδοφορία τους στη μείωση του κόστους παραγωγής, δηλαδή στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, που σημαίνει παραπέρα χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους στις ιχθυοκαλλιέργειες. Για τους φτωχούς ψαράδες, «μετά από την καταστροφή των καϊκιών, που έγινε με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ιχθυοκαλλιέργεια θα αποτελέσει ένα σημαντικό χτύπημα για το ήδη χαμηλό εισόδημά τους. Ήδη έχει γίνει σε πολλές περιοχές, όπως είναι ο Αμβρακικός Κόλπος, όπου έχουμε άναρχη ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών».

Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΚΚΕ Δ. Μανωλάκου σημείωσε: «Και αυτό το νομοσχέδιο δεν διαφέρει στη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία, το στόχο που έχει η πολιτική της κυβέρνησης για κάθε τομέα της οικονομίας, δηλαδή τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα των υδατοκαλλιεργειών, που θα ενισχύσει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερο κέρδος σε μεγαλοκαπιταλιστές του κλάδου, στους επιχειρηματικούς ομίλους, καταστρέφοντας μικρούς και μεγάλο μέρος μεσαίων, περιθωριοποιώντας ακόμα πιο πολύ τη συλλογική αλιεία, κυρίως την παράκτια, όπου δραστηριοποιούνται μικροί ψαράδες τους οποίους εκτοπίζετε και πιθανόν και μικρές τουριστικές μονάδες.

Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το ΚΚΕ δεν είναι ενάντια στην ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών. Όμως, βάζουμε όρους και προϋποθέσεις, ώστε να γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον και στον πολιτισμό, σε συνδυασμό με την προστασία της διατροφικής αλυσίδας του λαού, χωρίς να περιορίζονται τα αλιευτικά πεδία, χωρίς να γίνεται εκδίωξη των μικρομεσαίων ψαράδων από τη θάλασσα - κάτι που αποτελεί το στόχο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης - και χωρίς να συρρικνώνονται τα τουριστικά καταλύματα. Αντίθετα, θα πρέπει να αξιοποιούνται για την ξεκούραση και για τις διακοπές της λαϊκής οικογένειας. Αυτή εμείς τη θεωρούμε εφικτή και ρεαλιστική ως πρόταση, γιατί αφορά την πλειοψηφία του λαού και όχι το καπιταλιστικό κέρδος μιας χούφτας επιχειρηματικών ομίλων».

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Νίκος Πλουμπίδης: «Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα, έχω την τιμή του Κόμματος»

«Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος» και «δεν εδέχθη ούτε να κοινωνήση, ούτε να του δέσουν τους οφθαλμούς του»... (οι εφημερίδες της εποχής).

Σαν σήμερα, χαράματα 14ης Αυγούστου 1954, στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί. Πέντε η ώρα το πρωί. Αχάραγα. Ένα αυτοκίνητο μεταφέρει δεμένο με χειροπέδες τον Νίκο Πλουμπίδη στον τόπο εκτέλεσής του. Λίγο μετά πέφτει νεκρός.

Στην κυβέρνηση βρισκόταν ο «Ελληνικός Συναγερμός», η «Δεξιά», του Παπάγου. Όπως δυο χρόνια πριν, το Μάρτη του 1952, στην κυβέρνηση βρισκόταν το «Κέντρο», με επικεφαλής τον Πλαστήρα, που πήρε την ευθύνη για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.

Ο Νίκος Πλουμπίδης πιάστηκε στις 25 Νοέμβρη του 1952 κι έμεινε στη φυλακή ως την έναρξη της δίκης στις 24 Ιούλη 1953, ημέρα Παρασκευή. Μαζί του δίκαζαν ερήμην και τους Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Μ. Πορφυρογένη, Π. Ρούσο, Λ. Στρίγγο, Μ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσιο - Γούσια κ.ά. Βασική κατηγορία του καθεστώτος εναντίον τους ήταν η «παραβίαση» του ΑΝ 375 της μεταξικής δικτατορίας περί κατασκοπίας. Ενα καθεστώς, που είχε ως βασικότερο στήριγμά του τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, δίκαζε για κατασκοπία τους κομμουνιστές, τους πρωτοπόρους του απελευθερωτικού αγώνα.

Η δίκη ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 3 Αυγούστου του 1953 με την έκδοση της απόφασης. Ο Πλουμπίδης και η καθοδήγηση του ΚΚΕ καταδικάστηκαν δυο φορές σε θάνατο. Ο Πλουμπίδης αντιμετώπισε την υπόθεση με πίστη στο Κόμμα, έως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας το σεβασμό ακόμη και των αντιπάλων του. Εδωσε τη μάχη της υπεράσπισης του Κόμματος και του εαυτού του ως κομμουνιστή - λαϊκού αγωνιστή, στέλνοντας στο καθεστώς το σαφέστατο μήνυμα να μην περιμένει τίποτα απ' αυτόν.

Με την έγνοια του Κόμματος κατά νου, άφησε παρακαταθήκη ένα γράμμα - ντοκουμέντο, απάντηση αποστομωτική σε όσους ως και σήμερα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση Πλουμπίδη για να πλήξουν το ΚΚΕ: «Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο Κόμμα, να διαφυλάξουν την Ενότητά του και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία του. Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα, έχω την τιμή του Κόμματος».

Βιογραφία

Ο Νίκος Πλουμπίδης γεννήθηκε στα Λαγκάδια του Νομού Αρκαδίας στις 31.12.1902. Αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Πύργου τον Ιούλη του 1924. Το 1926 έγινε μέλος του ΚΚΕ και το 1929 ήρθε στην Αθήνα για μετεκπαίδευση.Ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπάλληλων και το Μάρτη του 1933 εκλέχτηκε στην Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωτικής ΓΣΕΕ την οποία αντιπροσώπευε στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή.Ήταν μέλος της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ (1935). Στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (τελευταίο 10ήμερο του Δεκέμβρη του 1935) εκλέχτηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ. Στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά - Γλίξμπουργκ ήταν καθοδηγητής του Γραφείου της Κομματικής Επιτροπής Θεσσαλίας. Τον Ιούνη του 1938 εκλέχτηκε μέλος του ΠΓ από την κομματική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα. Στις 22.5.1939 συνελήφθη στην Αθήνα και φυλακίστηκε. Στη συνέχεια οι διωκτικές Αρχές τον έστειλαν στο σανατόριο «Σωτηρία» επειδή έπασχε από φυματίωση. Συνδεόταν με την «παλιά Κεντρική Επιτροπή». Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πήρε θέση διαφορετική από το πρώτο ανοιχτό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη. Στις 6.1.1942 τελείωσε η φυλάκισή του και εξορίστηκε για 2 χρόνια στην Τρίπολη. Στις 26 Φλεβάρη δραπέτευσε. Πήρε μέρος στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (1942) όπου εκλέχτηκε στην ΚΕ και στη συνέχεια στο ΠΓ. Ανέλαβε Γραμματέας της ΚΟΑ μέχρι τον Απρίλη του 1943. Υπήρξε ο πρώτος καθοδηγητής της Οργάνωσης Προστασίας του Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1945) εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ. Παρέμεινε στην Αθήνα σε όλη τη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ.

Η άδικη κατηγορία

Έντεκα μέρες μετά από τη δεύτερη δίκη Μπελογιάννη, στις 12/3/1952, ο Ν. Πλουμπίδης έστειλε με τους δικηγόρους του Μπελογιάννη επιστολή στον I. Πανόπουλο, γενικό διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων.

Με την επιστολή ο Πλουμπίδης δήλωνε πως «καθοδηγητής του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και όχι ο Μπελογιάννης» και δεσμευόταν ότι θα παρουσιαστεί να δικαστεί αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του Ν. Μπελογιάννη.

Η ηγεσία του ΚΚΕ κατήγγειλε την επιστολή του Πλουμπίδη ως πλαστή, μεθοδευμένη από την Ασφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο το ΠΓ καταδίκασε έμμεσα την ενέργεια του Πλουμπίδη, που ήταν αντικαταστατική καθώς αποτελούσε παραβίαση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και των κανόνων συνωμοτικότητας και επαγρύπνησης. Ο Πλουμπίδης υπεράσπισε την ενέργειά του ως ανταπόκριση στο γενικό κάλεσμα του ΠΓ προς όλα τα μέλη και στελέχη να κάνουν οτιδήποτε για τη σωτηρία του Ν. Μπελογιάννη.

Σχεδόν τρεις μήνες μετά από την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ πήρε απόφαση «Για τον Νίκο Πλουμπίδη (Μπάρμπα)» (25/7/1952), με την οποία χαρακτήρισε τον Πλουμπίδη «παλιό προβοκάτορα».

Ο Πλουμπίδης, απομονωμένος και χαρακτηρισμένος από την ηγεσία του Κόμματος ως πράκτορας, όχι μόνο δεν αποκήρυξε, αλλά και υπεράσπισε το ΚΚΕ. Όπως έγραψε σε επιστολές του, θεωρούσε ότι ήταν θύμα συγκυριών και προβοκατόρικα διοχετευμένων παραπλανητικών πληροφοριών από στελέχη, ίσως και πράκτορα που δρούσε μέσα από τα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα. Δήλωσε ότι η Ιστορία θα αποκαταστήσει την αδικία σε βάρος τού. Με την απολογία του στη δίκη εξέφρασε την προσήλωσή του στο ΚΚΕ. Η στάση του Πλουμπίδη ήταν ηρωική και μεγαλειώδης. Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη ήταν άδικη. Στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που έδιναν στελέχη του Κόμματος από την Ελλάδα, καθώς και σε παραβιάσεις του κομματικού - καταστατικού πλαισίου από τον Πλουμπίδη. Η 9η Ολομέλεια (1958) διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και του χαφιέ και αποφάσισε την αποκατάστασή του.

Σήμερα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία, είναι βέβαιο ότι η αστική τάξη επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη της ΕΔΑ, προκειμένου να υπονομεύσει το ΚΚΕ. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μοχλό ενάντιά του, εκμεταλλευόμενη δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ, αλλά και δυνάμεις του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.

Η Ασφάλεια διέδιδε προβοκατόρικες φήμες, κατασκευασμένα σενάρια, με σκοπό να σπείρει τη σύγχυση και την αμφιβολία ανάμεσα στους κομμουνιστές, να συσκοτίσει τα πραγματικά γεγονότα, διαδίδοντας ότι το τάδε μέλος του ΠΓ ή της ΚΕ ήταν όργανό της. Η πολιτική καχυποψία τροφοδοτούνταν και από τη σκόπιμα διαφοροποιημένη και προβοκατόρικη στάση αστών πολιτικών και επικεφαλής των διωκτικών αρχών απέναντι σε στελέχη του ΚΚΕ, όπως του αρχιασφαλίτη Ιωάννη Πανόπουλου. που καθύβριζε δημόσια τον Μπελογιάννη, ενώ επαινούσε τον Πλουμπίδη.

Σε αυτό το κλίμα κατηγορήθηκε και ο Πλουμπίδης ως χαφιές. Από αυτό το κλίμα δεν ήταν απαλλαγμένος ούτε ο ίδιος ούτε άλλα στελέχη του ΚΚΕ που αργότερα, όταν διαχωρίστηκαν ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά από το ΚΚΕ, εμφανίστηκαν να καταγγέλλουν τη λεγόμενη «πρακτορολογία του Κόμματος» (π.χ. Ε. Παππά, υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο «Δοκίμιο Ιστορίας» για τη γνώμη της για την Ρ. Ιμβριώτη, τις υποψίες της για τον Ν. Βαβούδη κ.λπ.)

Στο δεύτερο τόμο του «Δοκιμίου Ιστορίας» του ΚΚΕ υπάρχει συγκεκριμένη ανάλυση σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκε ένα τέτοιο κλίμα στα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ που δρούσαν στην παρανομία:

«Ενέργειες στελεχών, που συνιστούσαν είτε αντικαταστατικές παραβιάσεις (φραξιονισμό ή παραβίαση αποφάσεων) είτε οπορτουνιστικές παλινωδίες ή και επιπόλαιες ενέργειες, ερμηνεύτηκαν ως πράξεις συνεργασίας με τον ταξικό αντίπαλο. Με το ίδιο σκεπτικό εξηγήθηκαν και σοβαρά λάθη που διαπράχτηκαν στα χρόνια της Κατοχής. Και αυτό, γιατί δε συνειδητοποιούνταν οι πραγματικές αιτίες των λαθών, αν και οι αντίστοιχες επιλογές δεν έβρισκαν τη στήριξη μεγάλου μέρους της κομματικής βάσης. Αυτό το κλίμα ήταν ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εμπόδιζε μια σε βάθος προγραμματική συζήτηση. Για παράδειγμα, διαφορές που εκδηλώνονταν στα κομματικά όργανα, δεν αποτελούσαν πάντα αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης, δεν καταβαλλόταν πάντα προσπάθεια γενίκευσης των συμπερασμάτων.

Η επίδραση όλων των προηγούμενων παραγόντων γινόταν περισσότερο έντονη σε συνθήκες ήττας και με την καθοδήγηση του Κόμματος να λειτουργεί εκτός Ελλάδας, ενώ στο εσωτερικό της ΚΕ είχε γίνει φανερή η εσωκομματική διαπάλη με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση του Ζαχαριάδη από κάποια κεντρικά στελέχη, όχι μόνο για πολιτικές ευθύνες που του απέδιδαν, αλλά και για την κομματική - ηθική του υπόσταση.

Έτσι, η εσωκομματική διαπάλη αναπτυσσόταν και οξυνόταν με επίκεντρο τον προσδιορισμό του στρατηγικού στόχου, αλλά και τις εκτιμήσεις για το παρελθόν και την πολιτική γραμμή που έπρεπε στο εξής να δρομολογηθεί. Επίσης, υπεισερχόταν στην ερμηνεία πολιτικών πρωτοβουλιών, παραλείψεων ή και λαθών ανώτερων στελεχών του Κόμματος, που δρούσαν σε συνθήκες οι οποίες δυσκόλευαν την επικοινωνία και τη συλλογική ανάληψη της ευθύνης.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μια οπορτουνιστική παρέκκλιση βοηθάει εξ' αντικειμένου τον ταξικό εχθρό. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε οπορτουνιστής είναι υποχρεωτικά και πράκτορας του αστικού κράτους».

902.gr

58 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΠΡΕΧΤ - «Όταν μιλάμε για τον Μπρέχτ είμαστε σε θέση μάχης»

Πολλοί ρωτούν τους ποιητές τι είναι το ποίημα.

Είναι ενθύμιο φρίκης, απαντά ο ένας.

Είναι το καταφύγιο που φθονούμε, απαντάει ο άλλος.

Είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας, απαντάει ένας τρίτος.

Είναι ένα δέντρο που οφείλουμε να φτιάξουμε, για ένα πουλί που εκκρεμεί στην ερημιά.

Είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, λέει κάποιος άλλος.

«Σας βλέπω να βοσκάτε σε ένα μικρό λιβάδι που πια δεν φυτρώνει χορτάρι. Σας είναι όμως πιο εύκολο να αλλάξετε τα στομάχια σας και το πεπτικό σας σύστημα, από το να παραχωρήσετε το λιβάδι στο καινούργιο χορτάρι, που με τις οπλές σας εμποδίζετε να μεγαλώσει».

Αυτό θα απαντούσε ο Μπέρτολτ Μπρέχτ, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 14 Αυγούστου 1956, στα ανώφελα ερωτήματα των ποιητών του καιρού μας, σε αυτούς τους συλλογισμούς, ρίχνοντας τη στάχτη από το πούρο του.

«Δεν μου άρεσε ούτε να διατάζω ούτε να με υπηρετούν»
«Ψάξε τον άνθρωπο και προσπάθησε να τον γνωρίσεις. Προσπάθησε να νοιώσεις το δέρμα του και πώς αυτό συμπεριφέρεται στις αλλαγές του αέρα. Κούρασέ τον, και μετά εξέτασε τι αντέχει η καρδιά του. Άφησε τη φωνή του να ηχήσει αλλά μην ξεχνάς το ψιθύρισμα. Φάε μαζί του, χειροκρότησε τις μικρές του σκέψεις, κοίταξε μέσα από τα μάτια του. Όταν στα έργα σου πρέπει να πιει μπύρα, πρέπει εσύ να ξέρεις πώς τρώει αυγά, πώς διαβάζει εφημερίδα, πώς κοιμάται με τη γυναίκα του, και πώς πεθαίνει. Οι απόψεις σου να έρχονται σε δεύτερη μοίρα από τις δικές του. Έτσι και αλλιώς δεν ανήκουν στα δικά του χαρακτηριστικά».

Έτσι ήθελε ο Μπρεχτ τους ανθρώπους της τέχνης. Πλάι και μέσα στους ανθρώπους. Να είναι το καρδιογράφημα της πάλλουσας καρδιάς του πλήθους. Και κυρίως να είναι αληθινά μέσα στο πλήθος. Και μέσα από αυτή τη σχέση να αναδύεται η δημιουργία και η τέχνη.

Ο Μπρεχτ δεν γεννήθηκε με αυτές τις απόψεις. Τράβηξε το δρόμο του μέσα στον κόσμο και τις ανακάλυψε μέσα από την ιστορική κίνηση των καιρών του. Μέσα από τη «Μεγάλη των Tάξεων Πάλη».

Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Μονάχου, και λίγο αργότερα στην Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του. Ήταν τα χρόνια που μαινόταν ο πόλεμος στην Ευρώπη, προκαλώντας τις συνειδήσεις των προοδευτικών ανθρώπων.

Ο νεαρός Μπρεχτ επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πάνω στα κρεβάτια των χειρουργείων αποκαλύφθηκε στα μάτια του η ανελέητη ανθρωποσφαγή. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Ανάμεσά τους ένα ποίημα που φανέρωσε με αχνές γραμμές αυτό που θα γινόταν ο Μπρεχτ. Το ποίημα είχε τον τίτλο «Ο Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη», και αρχικά ήταν τραγούδι.

Αργότερα αυτό το τραγούδι πήρε τον τίτλο «Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη».

Μέσα από αυτό το τραγούδι ο εικοσάχρονος Μπρεχτ στηλίτευε με δριμύτητα την Ανωτάτη Γερμανική διοίκηση, η οποία διέταζε τους Γερμανούς στρατιώτες να κρατήσουν τις θέσεις τους, χωρίς να υπολογίσουν το αίμα που θα χυνόταν.

Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι όλα είχαν τελειώσει για τη Γερμανία.

Η μακάβρια ιστορία του σκοτωμένου στον πόλεμο στρατιώτη, που είχε πεθάνει ηρωικά και τον ξεθάβουν για να πολεμήσει ξανά, είχε γίνει δημοφιλές τραγούδι στα γερμανικά καμπαρέ.

Το τραγούδι απαγορεύτηκε από την περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που δεν ήταν και τόσο δημοκρατία.

Μάλιστα το ποίημα αναφέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα ως επιχείρημα από τους εθνικοσοσιαλιστές, που δικαίωνε κατά αυτούς την αφαίρεση της γερμανικής ιθαγένειας από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Ο πόλεμος έδωσε τη σκυτάλη στην επαναστατική αφύπνιση του γερμανικού προλεταριάτου.

Ξεκίνησε η δραματική περίοδος της Γερμανικής Επανάστασης.

Ο Μπρεχτ εκείνες τις θυελλώδεις μέρες ήταν αντιπρόσωπος στα Σοβιέτ των εργατών και έγινε μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Από πολιτική ομολογεί πως τότε δεν γνώριζε ούτε την αλφαβήτα. Ακόμα και για τα δημόσια πράγματα της χώρας, ήξερε όσα ένας αγρότης για το χωραφάκι του. Και στη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος άλλωστε έλεγε, πέρα από μία μάλλον μηδενιστική κριτική της αστικής κοινωνίας δεν κατάφερε να προχωρήσει.

«Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα», έγραφε αργότερα, στα 1938, στο ποίημα «Δίκαια Κυνηγημένος».

«Οι γονείς μου κολάρο μου φόρεσαν.

Με έμαθαν υπηρέτες να έχω.

Και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές.

Όταν μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα, δεν μου άρεσαν της τάξης μου οι άνθρωποι.

Δεν μου άρεσε ούτε να διατάζω ούτε να με υπηρετούν».

Ο Μπρέχτ ξεκίνησε γράφοντας τραγούδια που τα έντυνε με δημοφιλή μουσική της εποχής του.

Και τα έπαιζε ο ίδιος στην κιθάρα του. Πηγή της έμπνευσής του ήταν το καμπαρέ.

Ήταν οι σατυρικές μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν, του πρώτου καταραμένου ποιητή της Ιστορίας, που ήταν ο πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ακόμα, το νεαρό Μπρεχτ επηρέασε ο παρακμιακός ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών της Γαλλίας, και κυρίως του Αρθούρου Ρεμπώ. Έγραφε μπαλάντες για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπεκρήδες και ατέλειωτες ηδονές.

«Να ζεις με υπερβολή τη νιότη σου και με φιληδονία τα γηρατειά σου», έγραφε εκείνα τα χρόνια ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, και χαρακτήριζε τη Γερμανία «λάκκο για τα ψοφίμια της Ευρώπης».

Όμως εκείνα τα ποιήματα εγκυμονούσαν, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκαλυμμένα, την αντικαπιταλιστική του ανταρσία, ενάντια στον ηθικό και υλικό ξεπεσμό του ανθρώπου, και την αστική υποκρισία. Το 1922 έγραψε το σπαρακτικό ποίημα «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαράρ».

«Η Μαρία Φαράρ, ανήλικη υπηρέτρια, ορφανή, ραχιτική, και όψεως κοινής, σκότωσε το παιδί της μόλις γεννήθηκε, γιατί ήταν νόθο».

Φοβήθηκε η φτωχή Μαρία την κοινωνική κατακραυγή, αλλά περισσότερο φοβήθηκε την απόλυση και το γέννησε κρυφά, σε ένα πλυσταριό.

Είχε κάνει πρώτα όλες τις προσπάθειες να απαλλαγεί από αυτό το αβάσταχτο βάρος. Και αυτές οι προσπάθειες περιγράφονται από τον Μπρέχτ με συγκλονιστικό ρεαλισμό, και ακόμα συγκλονιστικότερο ανθρωπισμό. Μέσα από το ποίημά του ο Μπρέχτ δεν κρίνει τη Μαρία αλλά την κοινωνική βάση που σε αυτήν αναπτύχθηκε η κυρίαρχη ηθική που οδήγησε τη Μαρία να σκοτώσει το νεογέννητο.

«Μαρία Φαράρ, γεννημένη έναν Απρίλη, στου Μάινσεν πέθανε τη φυλακή, κοριτσομάνα, καταδικασμένη του κάθε ανθρώπου τις ιστορίες να ανιστορεί.

Εσείς που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα και ευλογημένος λέτε της κοιλιάς σου ο καρπός, μη ρίχνετε στους αδύναμους το ανάθεμα.

Βαρύ ήταν το αμάρτημά της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι' αυτό παρακαλώ μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια».

Γνωριμία με το Μαρξισμό
Η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση, που με τη σειρά της προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο του επαναστατικού κινήματος, ώθησε εκείνα τα χρόνια σπουδαίους Γερμανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, να ζητήσουν σημεία επαφής με την εργατική τάξη και τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία.

Για τον Μπρέχτ αυτή η επαφή ήρθε με τον παρακάτω τρόπο.

Έπρεπε να γράψει ένα θεατρικό έργο με τίτλο « Ο Τζόε Φλάις Χάκερ από το Σικάγο».

Σκοπός του έργου ήταν να απαντήσει γιατί ο Τζόε έτρωγε το ψωμί πανάκριβα. Ήταν τότε η εποχή της μεγάλης κρίσης. Αυτή η κρίση έκρυβε ένα παράδοξο.

Ενώ τα μεροκάματα μειώνονταν το ψωμί γινόταν όλο και πιο ακριβό.

Τότε ο Μπρέχτ άρχισε να γράφει ένα έργο με ήρωα το σιτάρι. Έπρεπε για τις ανάγκες του έργου να περιγράψει την αγορά σιτηρών στο Σικάγο, έλεγε μερικά χρόνια αργότερα γι αυτό το έργο.

«Νόμιζα τότε ότι γρήγορα θα μπορούσα να αποκτήσω τις απαραίτητες γνώσεις, ρωτώντας μερικούς ειδικούς και μερικούς χρηματιστές. Μάλιστα ένα χρηματιστή, που είχε ξοδέψει τη ζωή του στο χρηματιστήριο του Σικάγο, τον πήρα επί ώρες από πίσω ταξιδεύοντας από το Βερολίνο μέχρι τη Βιέννη. Όμως ούτε αυτός ούτε κανένας από όσους ρώτησα, δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει τους νόμους που κυβερνούν το χρηματιστήριο. Άρχισα τότε να πιστεύω ότι το πράγμα ήταν ανεξήγητο, άπιαστο από το νου, άρα παράλογο. Ο τρόπος που διετίθετο δηλαδή η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών, ήταν απλούστατα ακατανόητος. Κατάσταση ανυπόφορη για όλους, έξω από μια χούφτα κερδοσκόπους. Εκείνο το έργο δυστυχώς δεν το έγραψα ποτέ, όμως τότε ήταν που άρχισα να διαβάζω Μάρξ».

Το σιτάρι είχε φέρει τον Μπρέχτ στο Μάρξ.

Και ο Μάρξ στο Λένιν.

Τότε ήταν που εγκατέλειψε το «δεν ανήκω πουθενά», και εντάχθηκε στις γραμμές των Κομμουνιστών Εργατών της Τέχνης. «Ούτε μια φορά δεν αποφεύγει τον αγώνα αυτός που θέλει τον αγώνα να αποφύγει», έγραψε μερικά χρόνια αργότερα. «Γιατί θα αγωνιστεί για την υπόθεση του εχθρού, όποιος για τη δική του υπόθεση δεν έχει αγωνιστεί». Έλεγε τότε σε φίλους του πως ήταν βυθισμένος «οκτώ πόδια μέσα στο Κεφάλαιο» του Κ. Μάρξ.

Ο Μπρέχτ για το Θέατρο
«Διαβάζοντας το "Κεφάλαιο" κατάλαβα τα θεατρικά μου έργα», έλεγε συχνά ο Μπρέχτ.

«Πολλοί θεωρούν το θέατρο σαν έναν τόπο παραγωγής ονείρων» έγραφε, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, «και εσάς τους ηθοποιούς, σας θεωρούν πωλητές μεθυστικών ναρκωτικών.

Τα όνειρα καλόδεχτα. Πώς να αντέξουμε αυτή τη ζωή χωρίς όνειρα.

Μα έτσι, ηθοποιοί το θέατρο σας δεν γίνεται τίποτα άλλο από ένας τόπος όπου μαθαίνει κανένας να αντέχει την ασήμαντη και ομοιόμορφη ζωή. Τους δείχνετε έναν κόσμο ψεύτικο, απρόσεχτα ανακατωμένο, έτσι όπως τον δείχνουν τα όνειρα».

Ο Μπρέχτ κοίταξε το θέατρο από άλλη οπτική γωνία.

Περιέγραψε στα θεατρικά του έργα τον κόσμο σαν κόσμο που μπορεί να αλλάξει. Έτσι έκλεισε το χάσμα ανάμεσα στο θεατή και τον ηθοποιό, επαναστατικοποιώντας τη δραματουργία. Ή ακριβέστερα, εξελίσσοντας την επαναστατική κατάσταση στην οποία την είχε βάλει ο Μέγιερχολντ σκηνοθετώντας τον Μαγιακόφσκι, και ο Έρβιν Πισκάτορ, κομμουνιστής σκηνοθέτης, που δίδασκε στους ηθοποιούς πως το κέντρο της προσοχής τους δεν πρέπει να είναι η σκηνή και η μορφή, αλλά το κοινό και το περιεχόμενο.

Χρειαζόταν ένα ξαφνικό τράνταγμα για να στραφεί το θέατρο σε μια νέα κατεύθυνση. Οι απόψεις του Μπρεχτ για το θέατρο συνοψίζονται σε αυτό που στα ελληνικά αποδόθηκε ως αποστασιοποίηση. Δίνοντας ο ίδιος ένα παράδειγμα αποστασιοποίησης όταν ρωτήθηκε, απάντησε:

«Αν σας ρωτήσει κάποιος πώς είναι το δέντρο στη γωνιά του δρόμου του σπιτιού σας, παρόλο που περνάτε χρόνια κάθε μέρα δίπλα του, δεν θα μπορέσετε να το περιγράψετε. Αποστασιοποίηση είναι η χρησιμοποίηση εκείνων των μέσων και ερεθισμάτων, που θα σας οδηγήσουν στην προσεκτική παρατήρηση του δέντρου και τη δυνατότητα να προβείτε στη λεπτομερή περιγραφή του».

Ο Μπρεχτ με το θέατρό του κατέλυσε τους κανόνες και τις φόρμες της δραματουργίας που γνώρισε μέχρι εκείνη τη στιγμή το παγκόσμιο θέατρο.

Από την εποχή του Αριστοτέλη και την εποχή του Στανισλάφσκι. Για τον Μπρεχτ, ο κόσμος, ο άνθρωπος, δεν είναι κάποιες ενότητες αιώνιες και αμετάβλητες. Είναι κάποιες πραγματικότητες που αλλάζουν, και στην ιστορική προοπτική είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες. Συνεπώς, ο ηθοποιός δεν πρέπει να παίζει ανελικτικά και με πάθος. Πρέπει να αποκαλύπτεται, και να αποκαλύπτει τόσο τον «ήρωα» όσο και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες διαδραματίζονται όσα ιστορούνται επί σκηνής. Όταν παίζει ένα δαιμονισμένο, δεν πρέπει ο ίδιος να φαίνεται δαιμονισμένος, γιατί τότε πώς θα καταλάβουν οι θεατές ποιοι είναι οι δαίμονες;

Ο ηθοποιός δεν εξαφανίζεται μέσα στη φιγούρα του ήρωα, δείχνει τον ήρωα, γι' αυτό το θέατρο του Μπρέχτ ονομάστηκε επικό. Όπως έλεγε:

«Το θέατρο, όπως το έχουμε βρει, δείχνει τη δομή της κοινωνίας σαν κάτι που η κοινωνία δεν μπορεί να επηρεάσει. Ο Οιδίποδας, που αμάρτησε ενάντια σε μερικές αρχές που στηρίζουν την κοινωνία της εποχής, τιμωρείται. Οι θεοί φροντίζουν γι' αυτό.

Και οι θεοί δεν υπόκεινται σε κριτική. Οι μεγάλοι μοναχικοί του Σαίξπηρ, που έχουν κρεμασμένο στο λαιμό τους το άστρο της μοίρας τους, εκτελούν τις μάταιες και θανατηφόρες πορείες τους, όπου τους σπρώχνει ο δαιμονισμός τους, φέρνουν τον εαυτό τους στην καταστροφή. Στην πτώση τους δεν γίνεται χυδαίος ο θάνατος, αλλά η ζωή, η κατάρρευσή τους δεν υπόκειται σε κριτική.

Ανθρώπινα θύματα παντού. Βάρβαρες διασκεδάσεις.

Ξέρουμε πως οι βάρβαροι έχουν τέχνη. Ας φτιάξουμε μια άλλη».

Και την έφτιαξε ο Μπρεχτ. Το 1949 ίδρυσε το θίασό του.

Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ συστηματοποίησε τις απόψεις του για το επικό θέατρο και την αποστασιοποίηση. Φρέσκαρε τα παλιότερα έργα του, έγραψε καινούργια, διασκεύασε Σοφοκλή, Σαίξπηρ, Γκότζι, κ.ά.

Έγραψε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων».

Όπως έγραψε στο φινάλε της, όταν η Ιωάννα πέθαινε, «σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό». Μέσα από αυτό το έργο εμφάνισε για πρώτη φορά στο θέατρο την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.

«Τρόμος και αθλιότητα στο Γ΄ Ράιχ», «Τα τουφέκια της κυρά - Καράρ», «Η μάνα Κουράγιο», «Γαλιλαίος», «Ο κύκλος με την κιμωλία», είναι μερικά ακόμα θεατρικά αριστουργήματα που παρουσιάζουν την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.

Ο Μπρέχτ δίπλα στο Μαγιακόφσκι και το Λόρκα, συμπλήρωσε το τρίπτυχο των ποιητών που έγραψαν ένα γνήσια λαϊκό θέατρο.

Ο Φασισμός είναι Καπιταλισμός και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί
Ο Μπρέχτ ήταν μια ολόκληρη πυροβολαρχία ενάντια στη ναζιστική βαρβαρότητα. Όταν ο «μπογιατζής», όπως αποκαλούσε το Χίτλερ, ανέβηκε στην εξουσία, ο Μπρέχτ πέρασε στην παρανομία και κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό.

Κάτω από την αχυρένια στέγη της εξορίας του και μέσα στη ζεστή καρδιά του, έκλεισε αυτούς που δεν μπορούσαν να φύγουν. Παντού όπου μπορούσε, αποκάλυπτε στους συναδέλφους του -που πίστευαν μέσα στις αισθητικές τους αυταπάτες πως ο φασισμός ήταν μια έκρηξη βαρβαρότητας, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ενάντια στον πολιτισμό και την καλοσύνη- τι ήταν ο πραγματικός φασισμός.

Και τι ήταν αυτοί που πίστευαν πως η πάλη κατά του φασισμού, ήταν η πάλη του καλού κατά του κακού.

«Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη» έλεγε στα 1934 μιλώντας σε ένα συνέδριο συγγραφέων, «ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε ορισμένες χώρες με φυσική δύναμη.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη θα μπορούσε να υπάρχει καπιταλισμός, χωρίς φασισμό.

Πολλοί από εμάς πιστεύουν πως για την υπεράσπιση των σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού.

Αυτές όμως οι θηριωδίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν.

Όσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με αυτές τις θηριωδίες αλλά θέλουν να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν μπορούν να κάνουν ένα μακροχρόνιο αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα, που εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ.

Και δεν μπορούν να κάνουν αυτό τον αγώνα γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες, κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή.

Αυτοί που είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να είναι ενάντια στον καπιταλισμό, μοιάζουν με εκείνους που θέλουν να έχουν μερίδιο στο μοσχάρι, είναι όμως ενάντια στη σφαγή του.

Θέλουν να φάνε το κρέας αλλά δεν θέλουν να δουν το αίμα.

Είναι ικανοποιημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του πριν τους το παραδώσει. Αυτοί δεν είναι ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας που γεννούν τη βαρβαρότητα.

Είναι μόνο ενάντια στη βαρβαρότητα.

Και υψώνουν τη φωνή τους ενάντιά της.

Και το κάνουν στις χώρες εκείνες που κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όμως οι χασάπηδες πλένουν τα χέρια τους πριν παραδώσουν το κρέας».

Αντί επιλόγου
Αντί για επίλογο, ας θυμηθούμε τα λόγια του συνθέτη των μπρεχτικών τραγουδιών και φίλου του Μπρεχτ, Χανς Αϊσλερ:

«Όταν μιλάμε για τον Μπρεχτ, είμαστε σε θέση μάχης, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Αγωνιζόμαστε για τον Μπρεχτ. Είναι αναγκασμένοι να καταπιούν τον Μπρεχτ, και δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε να τον καταπιούν παρά μονάχα ολόκληρο, μαζί με τ' αγκάθια».

902.gr



Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Κώστα Βάρναλη "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη"


1. Όσο μιλούσαν οι κατήγοροι (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήματα, νεβρικός σαν αηδόνι, ο Ανυτος με τα μεγάλ' αφτιά και τα ρουθούνια γιομάτα τρίχες, ο Αύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), οι δικαστάδες καθισμένοι κατάχαμα, σταβροπόδι κι ανακούρκουδα, μασουλούσανε πασατέμπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του μπροστινού. Οι πιο πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας μαξιλάρι τα παπούτσια τους ρουχαλίζανε ρυθμικά. Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλά τον ανοιξιάτικο ουρανό και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλούσε. Μ' όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ' όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναμένα κορμιά και χαλασμένα στομάχια, τα κατάφερνε ν' ακούει τα χαρούμενα πουλιά, που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να οσμίζεται τη μυρωδιά της ρετσίνας, του σκίνου και του θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα γης.

2. Άμα τέλειωσαν οι κατήγοροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τα δέντρα και τους ανθρώπους μέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο μπόγια. Κρατώντας όλοι την ανάσα τους καρφώσανε τα μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ιδούνε με τι τσαλίμια θα προσπαθούσε να τουμπάρει το Νόμο.

3. Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ο μυλωνάς. Ο Σωκράτης, μ' όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε μονοκόματη κι από παντού, μήτε ξύπνησε, μήτε κουνήθηκε. Κάποιος μαθητής τόνε τράβηξε από το μανίκι: «Δάσκαλε! η σειρά σου». Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ' είδε σαστισμένος όλο κείνο τ' ανθρωπομάνι. Δυσκολέφτηκε να θυμηθεί, πώς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. Χαμογέλασε πειραχτικά μέσα ατά πηχτά του τα γένια, μισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ' άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ' είχανε ψυχή και τόνε μισούσανε κι αφτά, μουρμούρισε: «Κ' εγώ περίμενα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, ν' απολογηθείτε!» Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα.

4. Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ' άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεμάτισε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ελπίδα, πως θα γουστάρανε στο τέλος μ' αφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωμένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιο πολύ πειραχτήκανε, που καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: Πρώτα ν' απολογιέσαι κ' ύστερα να σε κόβουνε. Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι αφτό δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι αφτοί πεισματωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμή τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολέμαρχοι της Αρετής.

5. Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφασή τους, έκανε: χμ! Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύμφωνα με το Νόμο), ποιαν τιμωρία διαλέγει, θάνατο για εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα.

6. Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά μέσα στ' αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισμένα και τους είπε: «Δε λέω, κ' οι δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Ομως εγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη.» «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζημίωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Ετσι και σεις θ' ασφαλιστείτε από μένα κ' εγώ θα ξεκουραστώ από σας. Και ν' αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες εβλαβικά στο άγιο φίδι του Ερεχθείου, το γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».

7. Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραμικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ' όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τα αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμένανε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: «Κι αφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ολωνώνε σας».

8. Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οι δικαστάδες λυσσάξανε. Αλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε μαζί, που δεν ξεχώριζες λέξη. Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίμιο κόπο τους! Γι' αφτό λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι άνθρωποι και χασομέρησαν όλη μέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε να παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε μήτε αφτοί το δικαίωμα να χαρίσουνε το μιστό τους, μήτε κ' η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδίκασαν αφτοί, με τη δεύτερη ψηφοφορία τους (πάλε σύμφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι.

9. Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ολάκερος από κέφι και δύναμη. Απλός και σβέλτος, καθώς τόνε ξέραν οι περισσότεροι στα μεθύσια του, στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα και μισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, που μέλλει να διαβάσετε παρακάτου.

{...}




Ο Βάρναλης στα 1931 εκδίδει το πεζογράφημά του "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη", το οποίο αποτελεί ένα κορυφαίο σημείο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. Την ίδια εποχή, σταθεροποιούνται οι μαρξιστικές του προσλήψεις και ο συναφής ιδεολογικός και πολιτικός του προσανατολισμός. Είδαμε και σε παλιότερο άρθρο μας ότι ο Βάρναλης βρήκε έναν καλλιτεχνικό τρόπο, για να δείξει πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος, που θέλει να φτιάξει ο κομμουνιστής, από τον αστικό κόσμο της κοινωνικής εκμετάλλευσης. Αξιοποιώντας τη μαρξιστική αρχή περί ανατροπής - και όχι της απλής διόρθωσης του κόσμου - του άρεσε να "συνομιλεί" με παλαιότερα κείμενα. Ο σκοπός του ήταν να δείξει την ανάποδη, να δούνε οι αναγνώστες του την άλλη όψη. Κάτω από την αστραφτερή του σκέψη και τη χυμώδη σατιρική του ευλυγισία, τα πράγματα που αποτελούν το ευαγγέλιο του ταξικού κόσμου γέρνουν και συντρίβονται, γιατί μας έδειξε πόσο κάλπικα ήταν.

Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη είναι ένα άριστο δείγμα αυτής της τεχνικής. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί υλικό από έργα του Πλάτωνα, που μας πληροφορούν για τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη (Φαίδων, Κρίτων, Απολογία). Σε εκείνα τα έργα του, ο Πλάτωνας υψώνει σε παράδειγμα τον Σωκράτη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το θάνατο: Έδειξε σεβασμό προς τη δικαιοσύνη και συνέπεια προς τη συνείδησή του. Ο Βάρναλης ανατρέπει αυτή την εικόνα και μας δείχνει τον Σωκράτη να συνειδητοποιεί ότι η τιμωρία του (η θανάτωσή του με κώνειο) είναι συνεπής εφαρμογή των νόμων του δικού του φιλοσοφικού συστήματος. Και έτσι, γίνεται ο ίδιος το θύμα του άδικου "Δικαίου" της κοινωνίας, που ο ίδιος είχε σ' όλη του τη ζωή υπηρετήσει.

Εκτός από τον Πλάτωνα, στην αληθινή απολογία, ο Βάρναλης "διαλέγεται" και με δύο ιδιοφυΐες του κωμικού: Τον Αριστοφάνη ("Νεφέλες") και τον Ραμπελαί ("Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ"). Μαζί τους μιλάει την ίδια γλώσσα: Της σάτιρας, της ελευθεροστομίας, του σαρκασμού, του κεφιού και του πληθωρικού γέλιου. Όπως μας λέει ο ίδιος ο Βάρναλης στα Απομνημονεύματά του, η πρώτη κοινή ανάγνωση όλων των παραπάνω, του Πλάτωνα, του Αριστοφάνη και του Γάλλου του 16ου αιώνα (του Ραμπελαί) και η ιδέα να τους βάλει να "συνεργάζονται" σε ένα δικό του έργο συμβαίνει στα 1924 και 1925, όταν βρίσκεται στο Παρίσι. Η αφορμή αυτής της σκέψης του, μας αποκαλύπτει ο ίδιος, ήταν οι δυο συνταρακτικές εμπειρίες: Του Παγκοσμίου Πολέμου και της προλεταριακής επανάστασης. Ας ακούσουμε τη χαρακτηριστική βαρναλική γλώσσα να μας τα αφηγείται:

"Τα ηχηρά γέλια και τα τσουχτερά φαρμάκια του Αριστοφάνη για την παλιά δημοκρατία, η ανοιχτόκαρδη σάτιρα του Ραμπελαί για τη γουρουνιά των καλογέρων, η ψηλή νότα της σωκρατικής σκέψης μπροστά στο άμαθο δικαστήριό του, οι κανονιές του παγκόσμιου πολέμου (...), ο κυνισμός των ιδεολόγων του πατριωτισμού (...), τα τύμπανα της προλεταριακής επανάστασης, που όλο και ζυγώνανε κοντύτερα (...)".

Όταν τα γράφει αυτά (1935), έχει μεσολαβήσει μία ακόμα μεγάλη εμπειρία. Είναι ο αντιφασιστικός αγώνας των κομμουνιστών της Ευρώπης εναντίον των καθεστώτων χιτλερικού τύπου, που επέβαλε ο καπιταλισμός σε μια σειρά από χώρες. Μια μεγάλη στιγμή εκείνου του αντιφασιστικού αγώνα ήταν η δίκη της Λειψίας (1933), που αθώωσε τους αντιφασίστες και αποκάλυψε την προβοκάτσια του Ράιχσταγκ. Οι διώξεις των αγωνιστών δίνουν μια ακόμα αφορμή στον Βάρναλη να βρει αναλογίες με τη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Η εμφάνιση και η ομιλία στη δίκη των Γερμανών και Βουλγάρων κομμουνιστών έδωσαν στον Βάρναλη την εικόνα του επαναστάτη και, τότε, θα ξαναθυμηθεί τον Σωκράτη του Πλάτωνα και την "πειθαρχημένη" στάση του. Οι επαναστάτες γίνανε "κατήγοροι", ενώ ο αρχαίος φιλόσοφος ποτέ δεν κατάλαβε τη σκοπιμότητα των διωκτών του, που, μάλιστα, τους θεωρούσε θύματα πλάνης. Μας λέει ο Βάρναλης:

"Ο πλατωνικός Σωκράτης ξέρει βέβαια πολύ καλά πως αυτός δεν είναι "εμπρηστής". Κι έχει τη συνείδησή του αναπαυμένη. Άρα... δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει τίποτα από τη βαθύτερη σημασία της δίκης του: Δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται πως "εμπρηστής" είναι το κράτος που τον δικάζει. Ένας όμως ματεριαλιστής Σωκράτης, ένας Σωκράτης συνειδητός επαναστάτης, θα ήξερε κατά βάθος και κατά πλάτος τον ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης στα κοινωνικά καθεστώτα του παρασιτισμού (...) και δε θα γελιόντανε ούτε για τα ελατήρια της δίκης ούτε για το σκοπό της θανάτωσής του".

Έτσι, ο Βάρναλης συλλαμβάνει και δημιουργεί το δικό του Σωκράτη, "ματεριαλιστή" και "επαναστάτη". Με βάση τα βιβλία που αναφέραμε (των αρχαίων συγγραφέων και της γαλλικής σατιρικής παράδοσης) αλλά, κυρίως, με το νόημα που έδιναν στα βιβλία οι πολιτικές εμπειρίες (του πολέμου, της σοσιαλιστικής επανάστασης και του αντιφασιστικού αγώνα των κομμουνιστών), ο Βάρναλης φτιάχνει έναν μονόλογο, τον μονόλογο του Σωκράτη μπροστά στο δικαστήριο. Είναι η Απολογία του. Μόνο που τώρα είναι μια "Απολογία - Καταγγελία", ίδια με εκείνη που απευθύνει ο κάθε αγωνιστής απέναντι στο καθεστώς της ταξικής υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία της δήθεν Δημοκρατίας των δικαστών του:

"Τι; Ήμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! Επικίντυνος εγώ και σεις δημοκρατία!.. Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε (...). Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... Δικάζει και θανατώνει. Γιατί κατέχει την εξουσία! Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσετε, αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! Επικίντυνος ήταν ο Πεισίστρατος (...) θα γινότανε κι ο Αριστείδης, αν ήτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. Οι τέτοιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε (...). Και σεις μιλιά! Κι αν εγώ, αντίς ν' αεροκοπανάω στο παζάρι, σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οχτρούς στο Τατόι, για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα και τ' αμπέλια σας, να καίνε τα χωράφια σας και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική, κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, για να βουτήξω την περιουσία τους, κι αν ανοίγοντας τις πόρτες της πολιτείας έμπαζα μέσα τους Παλιομωραϊτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; Ολ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόταντανε λιβανιστάδες μου. Κι οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα και να πλουτίσουνε περισσότερο. Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της".

Γεωργία ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
Επ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων